Lemma de la semaine

Χρήσεις-Φράσεις Ανάπτυξη

γκασλάιτινγκ [galslái̯tiŋg], το (ουσ. ΟοXI).
{ψυχολ.}

Ψυχολογική μέθοδος χειραγώγησης που ασκεί κπς χειριστικός άνθρωπος (ένας άνθρωπος με ναρκισσιστικά χαρακτηριστικά, ένας άνθρωπος με εξουσία [ένας εργοδότης, ένας πολιτικός] κτλ.) σπέρνοντας αμφιβολίες στο θύμα του (π.χ. στον σύζυγό του, στον εργαζόμενό του κτλ.), ώστε να μην είναι σίγουρο για την αντίληψή του, τη μνήμη του, τις ικανότητές του, τα συναισθήματά του κτλ. και να καταλήγει εξαρτημένο από τον χειριστικό αυτόν άνθρωπο· για παράδειγμα, μια γυναίκα λέει στον χειριστικό άντρα της «Μου φώναξες πολύ άσχημα χθες» και εκείνος της απαντά κάνοντας γκασλάιτινγκ «Εγώ; Δε φωνάζω ποτέ. Είσαι πολύ ευαίσθητη, τα βγάζεις όλα από το μυαλό σου»

[ΕΤΥΜ^ < αγγλ. gaslighting < Gaslight (1944, τίτλος ταινίας του Αμερικανού σκηνοθέτη Τζορτζ Κιούκορ, στην οποία ο σύζυγος προσπαθεί να τρελάνει τη γυναίκα του ώστε αυτή να μην καταλάβει την εγκληματική του δραστηριότητα)].

Depuis plus de vingt (20) ans, les Éditions Patakis travaillent avec dévouement à la création du Grand Dictionnaire Électronique de Langue Néo-hellénique - Patakis (GDELNH-P).

Veuillez consulter notre page Conditions générales pour plus d'informations.

Vous pouvez demander la réinitialisation de votre mot de passe.